Σεραφίτα


Η Σεραφίτα είναι ένα έργο που θα εκπλήξει τους αναγνώστες εκείνους που έχουν συνηθίσει να βλέπουν στο πρόσωπο του Μπαλζάκ μόνο έναν «γλαφυρό ψυχογράφο» και ένα άριστο «μελετητή των ηθών του καιρού του». Η Σεραφίτα-Σεραφίτους, ον ανδρόγυνο και τέλειο, αγαπιέται συγχρόνως από έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά η ψυχή της, όπως λέει η ίδια, «ανήκει σ’ Εκείνον, που η ποίησή του είναι άπειρη, οι θησαυροί του ανεξάντλητοι, η αγάπη του αναλλοίωτη, η επιστήμη του αλάνθαστη». Στην εξέλιξη του έργου ο Μπαλζάκ, επηρεασμένος από τα γραπτά του Σαιντ Μαρταίν και του Σβέντενμποργκ, ασκεί έντονη κριτική στις ανθρώπινες επιστήμες και φιλοσοφίες, και σκιαγραφεί τη μετάβαση του ανθρώπινου πνεύματος από τη σφαίρα των ενστίκτων στο μονοπάτι της Πίστης, της Προσευχής και του Διαλογισμού. «Ο Θεός», λέει η Σεραφίτα, «αποκαλύπτεται πάντοτε στον μοναχικό και αφοσιωμένο στη μελέτη των θείων και στην προσευχή άνθρωπο. Ας σας κυριεύσουν η δίψα και η πείνα για τον Θεό»!

Σάς παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:


...Ο Σβέντενμποργκ, συνέχισε ο ιερέας, έλκυε ιδιαίτερα τον βαρόνο ντε Σεραφίτζ, του οποίου το όνομα, σύμφωνα με την παλιά σουηδική συνήθεια, είχε αποκτήσει από αμνημονεύτων χρόνων τη λατινική κατάληξη ους. Ο βαρόνος υπήρξε ο πιο ένθερμος μαθητής του Σουηδού Προφήτη, ο οποίος του είχε ανοίξει τα μάτια του Εσωτερικού Ανθρώπου και τον είχε προδιαθέσει για μια ζωή σύμφωνη με τις διαταγές του Υψίστου. Αναζήτησε μεταξύ των γυναικών ένα Αγγελικό Πνεύμα, ο Σβέντενμποργκ του το είχε βρει σ΄ ένα το όραμα. Η γυναίκα του ήταν η κόρη ενός τσαγκάρη από το Λονδίνο, στον οποίο, έλεγε ο Σβέντενμποργκ, έλαμπε η ζωή του ουρανού και ο οποίος είχε εκπληρώσει τις προηγούμενες δοκιμασίες. Μετά τη μεταμόρφωση του Προφήτη, ο βαρόνος ήρθε στο Ζαρβί για να τελέσει τους ουράνιους γάμους του με τις πρακτικές της προσευχής. Όσο για μένα, κύριε, που δεν είμαι καθόλου Οραματιστής, αντιλήφθηκα μονάχα τα επίγεια έργα αυτού του ζευγαριού: η ζωή τους ήταν ζωή αγίων των οποίων οι αρετές είναι η δόξα της ρωμαϊκής Εκκλησίας. Και οι δυο γλύκαναν την αθλιότητα των κατοίκων και έδωσαν σε όλους μια περιουσία την οποία πρέπει να συντηρούν με την εργασία τους, αλλά που αρκεί για τις ανάγκες τους. Οι άνθρωποι που έζησαν κοντά τους ποτέ δεν τους είδαν να κάνουν κάποια κίνηση θυμού ή ανυπομονησίας, ήταν συνεχώς αγαθοεργοί και γλυκείς, γεμάτοι προσήνεια, χάρη και πραγματική καλωσύνη, ο γάμος τους ήταν η αρμονία δυο ψυχών διαρκώς ενωμένων. Δυο υπερβόρειες νήσσες που πετούν μαζί, ο ήχος του αντίλαλου, η σκέψη του λόγου, είναι ίσως ατελείς εικόνες αυτής της ένωσης. Εδώ όλοι τούς αγαπούσαν με μια στοργή που θα μπορούσε να εκφραστεί μονάχα αν την συγκρίνουμε με την αγάπη του φυτού για τον ήλιο. Η γυναίκα ήταν απλή στους τρόπους της, ωραία στη μορφή της, ωραία στο πρόσωπό της και είχε μια ευγένεια παρόμοια μ’ εκείνη των πιο σεβάσμιων προσώπων. Το 1783, σε ηλικία είκοσι έξι ετών, αυτή η γυναίκα συνέλαβε ένα παιδί, η κύησή της υπήρξε μια σοβαρή χαρά. Έτσι οι δυο σύζυγοι αποχαιρετούσαν τον κόσμο, γιατί μου είπαν ότι αναμφίβολα θα μεταμορφώνονταν όταν το παιδί εγκατέλειπε το ντύμα της σάρκας που είχε ανάγκη από τις φροντίδες τους την στιγμή που θα του μεταδιδόταν η δύναμη να ζει από μόνο του. Το παιδί γεννήθηκε και ήταν η Σεραφίτα που μας απασχολεί τούτη την στιγμή· από τη σύλληψή της, ο πατέρας της και η μητέρα της έζησαν ακόμα πιο μοναχικά από ό,τι στο παρελθόν, ανυψωνόμενοι στον ουρανό με την προσευχή. Η ελπίδα τους ήταν να δουν τον Σβέντενμποργκ και η πίστη εκπλήρωσε την ελπίδα τους. Την ημέρα της γέννησης της Σεραφίτας, ο Σβέντενμποργκ εμφανίσθηκε στο Ζαρβί και γέμισε με φως το δωμάτιο όπου γεννιόταν το παιδί. Λέγεται ότι τα λόγια του ήταν: -Το έργο εκπληρώθηκε, οι ουρανοί αγάλλονται! Οι άνθρωποι του σπιτιού άκουσαν τους παράξενους ήχους μιας μελωδίας, που έμοιαζε, έλεγαν, σαν να την έφερνε το φύσημα των ανέμων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Το πνεύμα του Σβέντενμποργκ μετέφερε τον πατέρα έξω από το σπίτι και τον οδήγησε στο Φιόρδ, όπου τον εγκατέλειψε. Μερικοί άνθρωποι του Ζαρβί, που πλησίασαν τότε τον κύριο Σεραφίτους, τον άκουσαν να απαγγέλει αυτά τα γλυκά λόγια της Γραφής: «Πόσον ωραίοι επί των ορέων φαίνονται οι πόδες των αγγέλων ους απέστειλε υμίν ο Κύριος». Έβγαινα από το πρεσβυτέριο για να πάω στον πύργο, να βαφτίσω το παιδί, να του δώσω το όνομά του και να εκπληρώσω τα καθήκοντα τα οποία μου επιβάλλουν οι νόμοι, όταν συνάντησα τον βαρόνο: - «Το έργο σας είναι περιττό, μου είπε, το παιδί μας πρέπει να μείνει χωρίς όνομα πάνω σ’ αυτή τη γη. Δεν θα βαφτίσετε με το νερό της επίγειας Εκκλησίας αυτό το παιδί που μόλις βαπτίσθηκε στη φωτιά του Ουρανού. Αυτό το παιδί θα παραμείνει άνθος, δεν θα το δείτε να γερνάει, θα το δείτε να περνάει, έχετε τον υπάρχοντα, αυτός έχει την ζωή. Εσείς έχετε τις εξωτερικές αισθήσεις, αυτό δεν έχει, τα πάντα σ’ αυτό είναι εσωτερικά.» Αυτά τα λόγια τα πρόφερε με υπερφυσική φωνή, η οποία με εντυπωσίασε ακόμα πιο ζωηρά απ’ ό,τι η λάμψη η οποία ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του που νοτιζόταν από φως. Η όψη του υλοποιούσε τις φανταστικές εικόνες των εμπνευσμένων τις οποίες συλλαμβάνουμε διαβάζοντας τις προφητείες της Βίβλου. Όμως τέτοια αποτελέσματα δεν είναι σπάνια στα βουνά μας, όπου το νίτρο των μόνιμων χιονιών παράγει στον οργανισμό μας εκπληκτικά φαινόμενα. Τον ρώτησα την αιτία της συγκίνησής του. – Ήρθε ο Σβέντενμποργκ, μόλις τον άφησα, ανέπνευσα τον αέρα του ουρανού, μου είπε: -Με ποιά μορφή σας παρουσιάσθηκε; Συνέχισα. –Με τη θνητή μορφή του, ντυμένος όπως την τελευταία φορά που τον είδα στο Λονδίνο, στο σπίτι του Ρίτσαρντ Σίαρσμιθ, στη συνοικία Κολντ-Μπαθ-Φιλντ, τον Ιούλιο του 1771. Φορούσε τα ρούχα του από ρατίνα που άλλαζε αποχρώσεις, με χαλύβδινα κουμπιά, κουμπωμένο γιλέκο, λευκή γραβάτα και την ίδια επιβλητική περούκα, με πουδραρισμένες μπούκλες στο πλάι και της οποίας τα ανασηκωμένα μπροστά μαλλιά αποκάλυπταν αυτό το πλατύ και φωτεινό μέτωπο που εναρμονιζόταν με τη ψηλή, τετράγωνη κορμοστασιά του, όπου τα πάντα είναι δύναμη και ηρεμία. Αναγνώρισα αυτή τη μύτη με τα μεγάλα, γεμάτα φωτιά ρουθούνια, ξανάδα αυτό το στόμα που πάντα χαμογελούσε, αγγελικό στόμα απ’ όπου βγήκαν αυτές οι λέξεις οι οποίες με γέμισαν ευτυχία:- «Εις το επανιδείν σύντομα!»