Χριστιανική και Ανατολική Φιλοσοφία της Τέχνης

.
..Η αναφορά της εικονοκλαστικής θέσης παραπέμπει κυρίως στη χρήση των εικόνων ως μέσα ύψωσης της ψυχής. Και εδώ ισχύει ο ίδιος κανόνας. Υπάρχουν εκείνοι, η πλειοψηφία, που για να βιώσουν την ενατένιση χρειάζονται τέτοια μέσα, και άλλοι, η μειοψηφία, στους οποίους η θέαση του Θεού είναι άμεση. Για τους τελευταίους, η πίστη στον Θεό μέσω λεκτικών ή οπτικών μορφών είναι στην ουσία το ίδιο με τη λήθη του Θεού. Δεν μπορούμε να κάνουμε έναν νόμο που να ισχύει και στις δύο περιπτώσεις. Ο κατά σύστημα εικονοκλάστης έχει αυτήν τη στάση είτε γιατί δεν κατανοεί την φύση των εικόνων και των ιεροτελεστιών, είτε γιατί δεν εμπιστεύεται τον τρόπο που την κατανοούν εκείνοι που ασπάζονται την εικονολατρεία και τηρούν τις ιεροτελεστίες. Όταν χαρακτηρίζουμε κάποιον ειδωλολάτρη ή δεισιδαίμονα, τότε επιβεβαιώνουμε τη δική μας ανωτερότητα. Ειδωλολατρία είναι η εσφαλμένη χρήση των συμβόλων, ένας ορισμός που δεν απαιτεί περαιτέρω διευκρινήσεις. Η παραδοσιακή άποψη δεν έχει τίποτα να προσάψει στη χρήση των συμβόλων και των ιεροτελεστιών· Ωστόσο και ο πλέον ορθόδοξος μπορεί να έχει κάτι να πει ενάντια στην κακή χρήση τους. Πρέπει ίσως να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι ο κίνδυνος της χρήσης λεκτικών στερεότυπων ως απόλυτων αρχών, είναι γενικά μεγαλύτερος από τον κίνδυνο της κακής χρήσης των πλαστικών εικόνων.
Θα εξετάσουμε μόνο τη χρήση των συμβόλων και την απόρριψή τους όταν αίρεται η χρησιμότητά τους. Είναι απολύτως αναγκαία η πλήρης κατανόηση των επακόλουθων αρχών, για να μην μας φέρνουν σύγχυση οι εικονοκλαστικές διαμάχες, που παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στην ιστορία κάθε τέχνης. Καθόσον «γνωρίζει τα αθάνατα μέσω των θνητών», ο άνθρωπος, ως αληθινό πρόσωπο, διακρίνεται από τον άνθρωπο-ζώο, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα όπως είναι καθαυτά και οδηγείται μόνο από αυτήν την εκτιμητική γνώση. Το ανεκδήλωτο μπορεί να γνωσθεί με την αναλογία· η σιωπή Του μέσω του εκφωνήματός Του. Το γεγονός ότι «τα αόρατα πράγματα Αυτού» μπορούν να ιδωθούν μέσω «των πραγμάτων που είναι φτιαγμένα», ισχύει όχι μόνο για τα έργα του Θεού, αλλά και για τα πράγματα που φτιάχνονται με τα χέρια, αν έχουν φτιαχτεί με τέτοια τέχνη όπως αυτή που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε: «Με αυτές τις γραμμές, γιέ μου, σχεδίασα μια εικόνα του Θεού για σένα, όσο ήταν δυνατό· κι αν κοιτάξεις την εικόνα τούτη με τα μάτια της καρδιάς σου… η ίδια η θέασή της θα σε οδηγήσει στο δρόμο σου». Τη θέση αυτή ο Χριστιανισμός την κληρονόμησε από τον Νεοπλατωνισμό: και, συνεπώς, όπως λέει ο Δάντης, «Με το νου του ανθρώπου, μαζί με τις γραφές που συμφωνούν μαζί του, στο Θεό στραμμένη η πιο τρανή σου αγάπη». Δεν υπάρχει άλλη γλώσσα εκτός της συμβολικής για να μιλήσουμε για την έσχατη πραγματικότητα: η μόνη άλλη οδός είναι η σιωπή· εν τω μεταξύ, «Η ακτίνα της θείας αποκάλυψης δεν αφανίζεται από την αισθητή εικόνα με την οποία καλύπτεται»...

...Η ινδική Σουκρανιτισάρα (IV.4.76) επαινεί τη δημιουργία θείων εικόνων σύμφωνα με τις κανονικές αρχές, και καταδικάζει την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής με τρόπο που να «μην οδηγεί στον ουρανό». Η γνωστή στη Καμπότζη και την Ιάβα πρακτική της δημιουργίας αγαλμάτων θεοποιημένων προγόνων κατ’ εικόνα θείων μορφών, βρίσκεται σε τέλεια συμφωνία με την παραπάνω δήλωση. Στο κείμενο της Πρατιμανατάκα (ΙΙΙ.5) ο Βαράτα επισκέπτεται ένα προγονικό παρεκκλήσιο και δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα ομοιώματα των γονέων του, ενώ συγχρόνως μένει έκθαμβος μπροστά στην τελειότητα της τέχνης τους και νιώθει τη συγκινησιακή δύναμη των μορφών. Από το απόσπασμα αυτό εύκολα συμπεραίνουμε ότι και στην Ινδία, στα ομοιώματα δεν εικονιζόταν ο επί γης άνθρωπος αλλά ο θεοποιημένος άνθρωπος. Επίσης, σώζονται ακόμα πολυάριθμα μπρούτζινα αναθηματικά αγαλματίδια, τα οποία ειδικά «εικονίζουν» κάποιον δωρητή, όμως δεν μπορούν να διακριθούν, ή διακρίνονται ελάχιστα, από τις θείες εικόνες. Επίσης υπάρχουν άλλα στα οποία είναι σαφής η πρόθεση της απεικόνισης ενός ανθρώπου, όμως η έκφραση του προσώπου παραπέμπει σε ένα γενικό τύπο ανθρώπου, χωρίς ατομικές ιδιαιτερότητες. Από την άλλη πλευρά, στη δραματική λογοτεχνία, υπάρχει πληθώρα λεπτομερειακών αναφορών σε μια κοσμική τέχνη προσωπογραφίας, στην οποία η πραγματική ομοιότητα με το ζωντανό πρότυπο ήταν ουσιαστική για τον κοινωνικό, και ευρύτερα ερωτικό, σκοπό του έργου.

Συνεπώς είναι σχεδόν εμφανές ότι στην Ινδία συναντούμε δύο διαφορετικά είδη προσωπογραφίας, από τη μια πλευρά μια μεταθανάτια ιερατική και ιδανική προσωπογραφία, και από την άλλη την, αντίστοιχα παρμένη από τη ζωή, κοσμική και συναισθηματική προσωπογραφία. Θα βρούμε ότι και στην Ευρώπη υπήρξε μια ανάλογη παράδοση ιδανικής προσωπογραφίας, την οποία πρέπει να εξετάσουμε ενδελεχώς προκειμένου να κατανοήσουμε τη βαθύτερη σημασία της έκφρασης του προσώπου στη μεσαιωνική Χριστιανική τέχνη. Ωστόσο, πριν προχωρήσουμε σε Ευρωπαϊκές πηγές, θα αναφερθούμε σε δύο άλλα Ινδικά κείμενα στα οποία γίνεται διάκριση, αφενός μεν μεταξύ της εξωτερικής μορφής του ανθρώπου, αφετέρου δε της εσώτερης εικόνας του αληθινού ανθρώπου που είναι αόρατη από τον φυσικό οφθαλμό αλλά προσιτή στον ενορατικό οφθαλμό. Η σχέση μεταξύ της εξωτερικής εμφάνισης και της εσωτερικής εικόνας, είναι ανάλογη με τη σχέση μεταξύ των αισθητικών επιφανειών ενός ζωγραφικού έργου και «της εικόνας που δεν γίνεται με χρώματα» (Λανκαβατάρα Σούτρα, ΙΙ. 112-114)...