Το Πρόβλημα του Κακού


...Η ιδιότητα του ανθρώπου δεν είναι εξ ορισμού ιδιότητα του Θεού· γι’ αυτό δεν μπορεί να αποκαλείται «αγαθή» από μόνη της, αλλά μονάχα στο μέτρο που αποκαλύπτει τη θεία τελειότητα, πρώτον με την ύπαρξή της και μόνο, και δεύτερον, με τον συμβολισμό της.
Μιλώντας με καθαρά μεταφυσικούς όρους, αυτή η αλήθεια του Χριστιανισμού μπορεί να εκφραστεί σαφέστερα λέγοντας πως στον Χριστό, η απόλυτη τελειότητα και η σχετική τελειότητα συγκλίνουν. Η διατομή του σταυρού είναι το σύμβολο της τέλειας σύμπτωσής τους.
Απ’ όλα αυτά μπορούμε να δούμε ότι το αρχικό μας ερώτημα, «υπάρχει το πρόβλημα του κακού;», έχει υποστεί, μετά από λεπτομερέστερη εξέταση, μιαν αλλαγή στην έμφαση, εφόσον ειπώθηκαν αρκετά προκειμένου να υποδειχθεί πως ό,τι φανερώνεται, σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση, σαν «κακό», έχει τις ρίζες του, στο κοσμικό επίπεδο, πολύ βαθύτερα, σε μια ατέλεια αδιαχώριστη από κάθε εκδήλωση ως τέτοια, είτε έχει τη μορφή ενός κόσμου, ενός ατομικού όντος, ή ακόμα και ενός παραδείσου. Όταν οι Σούφι δηλώνουν πως «ο παράδεισος είναι φυλακή για τον Άγιο όπως ο κόσμος είναι φυλακή για τον πιστό», απηχούν την έσχατη έλλειψη ικανοποίησης τους απ’ όλα όσα δεν είναι Θεός και τα οποία ισχυρίζονται για τον εαυτό τους πως κατέχουν μια αυτόνομη ύπαρξη.
Φαίνεται λοιπόν ότι το ερώτημα θα έπρεπε μάλλον να τεθεί με την εξής μορφή: «Γιατί ο Θεός δημιουργεί; Γιατί υπάρχει οποιαδήποτε εκδήλωση, οποιοσδήποτε κόσμος; Πράγματι, γιατί χρειάζεται να υπάρχουμε;»...
...Έχουμε ήδη πει αρκετά για να δείξουμε πως αν υπάρχει ένα ερώτημα που επειγόντως μας αφορά- η λέξη «πρόβλημα» ήταν ατυχής-, αυτό δεν είναι ούτε η ύπαρξη του κόσμου, ούτε η ιδέα ενός κόσμου όπως θα τον φτιάχναμε αν ήταν στο χέρι μας, αλλά μάλλον το ερώτημα πως θα ενωθούμε με το κέντρο μας, που είναι επίσης το κέντρο όλων των πραγμάτων, το Δέντρο της Ζωής, ο άξονας που ενώνει τον ουρανό και τη γη. Η λέξη «religion» ετυμολογικά σημαίνει «ενώνω», το ίδιο και η λέξη γιόγκα που έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη «yoke» (ζεύω).
Στην πραγματικότητα, οφείλουμε κατά κάποιον τρόπο να ακολουθήσουμε τα βήματα του προγόνου μας Αδάμ, αλλά από την ανάποδη. Για εκείνον, το μονοπάτι που τον δελέασε οδηγούσε προς τα έξω, από το κέντρο προς την περιφέρεια, μια συνέπεια του απατηλού διπλασιασμού της πρωταρχικής ενότητας, δια του οποίου το Δέντρο της Ζωής πήρε μυστηριωδώς την όψη του Δέντρου του Καλού και του Κακού· αυτό ακριβώς είναι το πρότυπο και η αρχή της πλάνης σε αυτόν τον κόσμο.
Για μας, τους απογόνους του Αδάμ, που τρεφόμαστε μέρα με τη μέρα με τα άσπρα ή μαύρα φρούτα του δέντρου της δυαδικότητας, η πορεία της επιστροφής πρέπει ν’ αρχίσει από εδώ, όπως είπαμε και πριν, πράγμα που σημαίνει ότι είναι το Δέντρο του Καλού και του Κακού αυτή τη φορά που πρέπει να προκληθεί να παραχωρήσει το μυστικό του, αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του με το Δέντρο της Ζωής, παρότι παραμένει το ίδιο στο επίπεδό του.
Στο σημείο αυτό μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για πραγμάτωση με ενεργητικό τρόπο, για την οποία υποσχεθήκαμε να κάνουμε λόγο όταν αναφερθήκαμε στην Αδαμική αθωότητα. Αυτή η αθωότητα είναι πάντα τελειότητα με τον τρόπο της, σαν του νεογέννητου –εξ ου και η προτροπή να εισέλθουμε στη Βασιλεία σαν μικρά παιδιά-, αλλά η υπαρξιακή παθητικότητά της την καθιστά ευάλωτη στην εγωκεντρική τάση που κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται τον εαυτό τους «Θεό» και τους θέτει κατ’ αυτόν τον τρόπο υπό τον νόμο της θνητότητας. Για σίγουρη ασφάλεια, είναι απαραίτητο να συμπληρώνεται από την ενεργό πραγμάτωση, την πλήρη επίγνωση της ουσιαστικής ταυτότητας, δια μέσου της σχετικής τους διάκρισης, του Δέντρου της Ζωής και του Δέντρου της Αντίθεσης, της Νιρβάνα και της σαμσάρα. Μόνον η υπέρβαση όλων αυτών των δυϊσμών και των εναντιοτήτων τους μπορεί να καταστήσει κάποιον άτρωτο στο κέντρισμα του φιδιού, γιατί τότε το ίδιο το φίδι, όπως και κάθε τι άλλο, αναγνωρίζεται υπό το φώς της γνώσης ως αυτό που είναι, δηλαδή ως μια ιδιότητα της ύπαρξης και τίποτα περισσότερο. Το φώς, επομένως, έχει προτεραιότητα ανάμεσα σ’ όλες τις ανάγκες μας· τοποθετώντας την «ορθή όραση» στην αρχή της Ευγενούς Οκταπλής Ατραπού που οδηγεί στην απελευθέρωση, ο Βούδας απέδωσε φόρο τιμής σε αυτή την πρώτη απαίτηση. Παρ’ όλο που η παθητική και η ενεργητική συνειδητοποίηση έχουν και οι δύο αναφερθεί με τη σειρά τους, είναι επίσης απαραίτητο να επισημάνουμε ένα τρίτο σημείο: η επαναφορά στο κέντρο, για να είναι πλήρης και ισορροπημένη, πρέπει στην πραγματικότητα να είναι ταυτόχρονα ενεργητική και παθητική, η πρώτη με τη βοήθεια της γνώσης που είναι από τη φύση της ενεργητική όπως η διάνοια που τη μεταδίδει, και η δεύτερη με τη βοήθεια της ζωντανής δωρεάς της χάριτος, της αυθόρμητης έλξης που το ίδιο το κέντρο ασκεί και η οποία δεν είναι δυνατό να υποχρεώσει κανέναν να γίνει κοινωνός της· μπορεί μονάχα να γίνει ελεύθερα αποδεκτή ή αλλιώς να αγνοηθεί. Και όπως ο Schuon είπε σε ένα από τα πιο δυνατά του αποσπάσματα, ο άνθρωπος είναι πάντα απών και όχι η χάρη. Ο πνευματικός δρόμος, το μονοπάτι που οδηγεί προς τα μέσα, συνεπάγεται λοιπόν πάντοτε μια κίνηση διπλής κατεύθυνσης, όποια και αν είναι η φαινομενική έμφαση, κατά περίπτωση, ανάμεσα στην ανθρώπινη πρωτοβουλία από τη μια και στη θεία δωρεά από την άλλη· η υπάρχουσα δυσαναλογία ανάμεσα στην αναγκαστικά περιορισμένη ανθρώπινη προσπάθεια, όσο έντονη κι αν είναι, και στο υπερβατικό και απεριόριστο αντικείμενο που έχει να περικλείσει, μας δείχνει ακριβώς αυτό το πράγμα. ...

...Όπως η επιρροή του ενορατικού διαλογισμού στις ανθρώπινες δραστηριότητες αφήνει μια ανεξίτηλη σφραγίδα της παρουσίας του στο κάθε τι με το οποίο συνδέονται αυτές, έτσι, αντιστρόφως, αναγνωρίζονται εξίσου εύκολα και τα σημάδια της απουσίας του. Τα εργαλεία που σχεδιάζονται για να υπηρετήσουν τη Ζωή της Απόλαυσης, είτε ως μορφές δραστηριότητας είτε ως αντικείμενα που εφευρίσκονται γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι με τον τρόπο τους τόσο χαρακτηριστικά όσο και τα παραδοσιακά ομόλογά τους. Στο απαλλαγμένο από το πάθος μάτι, η σκιά που ρίχνει το πράγμα είναι σχεδόν τόσο αποκαλυπτική όσο η θέα του ίδιου του πράγματος και εξίσου υποδηλωτική της ύπαρξης φωτός. Το γεγονός είναι -και αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε χωρίς υπεκφυγές, έστω κι αν με μεγάλη δυσκολία γίνεται αποδεκτό- πως οτιδήποτε παραδέχεται σαφώς, ή το αφήνει σιωπηλά να εννοείται, ότι η Ζωή της Απόλαυσης είναι μια ζωή που αρμόζει στον άνθρωπο, οτιδήποτε περιορίζεται στο να εκπληρώνει τις ανάγκες του ανθρώπου σαν να επρόκειτο για ένα πλάσμα που η Ζωή της Απόλαυσης αρκεί ή θα έπρεπε να αρκεί για να το ικανοποιεί, ανήκει επίσης σε αυτή τη Ζωή. Αυτό αληθεύει όχι μόνο για εκείνες τις πολυτέλειες που οι άνθρωποι αποκαλούν συνήθως «ηδονές» και οι οποίες προμηθεύουν την επαγγελματική λογοκρισία ηθών με τους αγαπημένους στόχους της, αλλά αληθεύει επίσης, και στον ίδιο βαθμό, για πολλές δραστηριότητες που θεωρούνται συνήθως ότι υπηρετούν «ανθρωπιστικούς» σκοπούς, μη εξαιρώντας πολλά από τα λεγόμενα «κοινωφελή έργα» καθώς και ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητας που φέρει το όνομα «θρησκευτική». Παρόμοια συμπεράσματα βρίσκουν εφαρμογή στους κάθε είδους κοινωνικούς θεσμούς, στην έννοια της «εκπαίδευσης» και των «στάνταρ ζωής», στα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας, στις τέχνες και τις επιστήμες και σε κάθε τι, ιδιωτικό ή δημόσιο, που μπορεί πιθανώς να περιγραφεί ως ανθρώπινη δραστηριότητα. Όλα αφορούν τη θεμελιώδη έννοια του όντος και της σύνθεσής του απ’ όπου οι ποικίλες ανάγκες του αναγκαστικά απορρέουν· η εικόνα του ανθρώπου για τον εαυτό του αποτελεί το κριτήριο μέσω του οποίου μπορεί να διακρίνει ένα είδος δραστηριότητας από μια άλλη εξωτερικά παρεμφερή, κατατάσσοντας την αντίστοιχα στη Δραστήρια Ζωή ή στη Ζωή της Απόλαυσης. Καμία αξιολόγηση της Δράσης δεν είναι δυνατή χωρίς αναφορά στην Ενορατική αρχή. Ακόμα και όταν τυπικά δεν απορρίπτεται η Ενορατική αρχή, το να μη λαμβάνεται υπ’ όψη ισοδυναμεί με ουσιαστική άρνησή της...